- ὠκύπορος
- ὠκύ-πορος: swift-sailing, fast-going.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὠκύπορος — quick going masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκύπορος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα 2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος 3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά 4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ὠκύπορον — ὠκύπορος quick going masc/fem acc sg ὠκύπορος quick going neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόροιο — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόροις — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόροισι — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόροισιν — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόρους — ὠκύπορος quick going masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόρων — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόρῳ — ὠκύπορος quick going masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκύποροι — ὠκύπορος quick going masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)